- χοροδιδάσκαλος
- ο, ΝΜΑ(στην αρχ. Αθήνα) αυτός που προετοίμαζε τον χορό τού θεάτρου για τις δημόσιες παραστάσειςνεοελλ.δάσκαλος χορών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + διδάσκαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοροδιδάσκαλος — trainer of the chorus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροδιδάσκαλος — ο αυτός που διδάσκει χορούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοροδιδασκάλου — χοροδιδάσκαλος trainer of the chorus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροδιδασκάλους — χοροδιδάσκαλος trainer of the chorus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροδιδασκάλων — χοροδιδάσκαλος trainer of the chorus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροδιδασκάλῳ — χοροδιδάσκαλος trainer of the chorus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροδιδάσκαλοι — χοροδιδάσκαλος trainer of the chorus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροδιδάσκαλον — χοροδιδάσκαλος trainer of the chorus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ХОР — • Chorus, χορός, означает собственно определенное место для танцев (отсюда εύρύχορος как эпитет городов у Гомера) и, по всей вероятности, родственно с χόρτος, hortus. Потом это слово означало: 1. всякое большее или меньшее… … Реальный словарь классических древностей
ЭСХИЛ — • Aeschylus, Αίσχύλος, афинянин из дема Елевсина, сын Евфориона, из благородной аттической фамилии, родился в ол. 63, 4 (525 г.), сражался при Марафоне, Саламине и Платее, 25 ти лет уже ставил драмы, соперничая с Пратиной, и с этих… … Реальный словарь классических древностей